- έβδομο(ν)
- το седьмая часть, доля
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek
Evgenia Fakinou — (auch Evjenia Fakinu, griechisch Ευγενία Φακίνου, * 8. Juni 1945 in Alexandria) ist eine griechische Schriftstellerin. Sie wuchs in Athen auf, wo sie auch heute noch lebt. Ihre Ausbildung umfasst graphische Künste und Fremdenführung. Mehrere … Deutsch Wikipedia
Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… … Dictionary of Greek
έβδομος — η, ο (AM ἕβδομος, η, ον) 1. αυτός που κατέχει τη θέση με τον αριθμό επτά 2. το ουδ. ως ουσ. το έβδομο(ν) ένα από τα επτά ίσα ή όμοια μέρη ενός συνόλου αρχ. 1. (ως απόλ.) επτά 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἕβδομον για έβδομη φορά 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ … Dictionary of Greek
αναλφαβητισμός — Γενικά, σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος τη μητρική του γλώσσα· ακριβέστερα, σύμφωνα με ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει μια απλή και σύντομη έκθεση… … Dictionary of Greek
αντεπίρρημα — Το έβδομο και τελευταίο μέρος της παράβασης (κύριο χορικό άσμα) στην αρχαία αττική κωμωδία. Γραμμένο σε τροχαϊκούς τετράμετρους στίχους (όπως και το πέμπτο μέρος, το επίρρημα,με το οποίο αλληλοσυμπληρωνόταν), απαγγελλόταν από τον Χορό που… … Dictionary of Greek
αποβολή — Η απόρριψη, η απώλεια, το χάσιμο· η άμβλωση, ο πρόωρος τοκετός. Α. λέγεται επίσης η απαγόρευση φοίτησης μαθητή σε σχολείο και ενέχει τον χαρακτήρα πειθαρχικής τιμωρίας. Η α. αυτή μπορεί να είναι προσωρινή ή οριστική. Α. επιβάλλεται και από τις… … Dictionary of Greek
αϊνσταΐνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Es. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην υποομάδα των ακτινιδών, με ατομικό αριθμό 99. Δέκα ισότοπα είναι γνωστά και όλα ραδιενεργά. Το πιο σταθερό είναι το α. 254, με ημιπερίοδο ζωής 480 ημερών.… … Dictionary of Greek
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek
βιόλα — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα),που κουρδίζονται κατά πέμπτες και ηχούν μια οκτάβα οξύτερα από τις χορδές του βιολοντσέλου. Με διαστάσεις κάπως μεγαλύτερες από το βιολί, η β. έχει κοινό μηχανισμό και… … Dictionary of Greek
βοαγός — Στην αρχαιότητα, ονομασία του αρχηγού των παιδικών ομάδων. Η νομοθεσία του Λυκούργου, στην αγωγή του πολίτη, υποχρέωνε τα παιδιά να κατατάσσονται από το έβδομο έτος της ηλικίας τους σε ομάδες που ονομάζονταν βούαι.Εκτός από τη στρατολογία έφηβου… … Dictionary of Greek